- ασυμπόνετος
- η , ο1) см. άσπλαχνος; 2) тот, которому не посочувствовали, которого не пожалели
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυμπόνετος — η, ο [συμπονώ] 1. άσπλαχνος, ανελέητος 2. εκείνος που δεν αξίζει να τον συμπονέσει κανείς … Dictionary of Greek